βουκαῖος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουκαῖος:''' ὁ ([[βοῦκος]]), Λατ. [[bubulcus]], [[αγελαδάρης]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''βουκαῖος:''' ὁ ([[βοῦκος]]), Λατ. [[bubulcus]], [[αγελαδάρης]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουκαῖος:''' ὁ погонщик волов или пашущий на волах Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (βοῦκος)
A cowherd, Nic.Th.5. II one who ploughs with oxen, Theoc.10.1,57 (prob. a pr. n.), Nic.Fr.90.
German (Pape)
[Seite 456] ὁ, Ochsentreiber, -hirt, Theocr. 10, 1; Nic. Ih. 5, s. βοῦκος.
Greek (Liddell-Scott)
βουκαῖος: ὁ, (βοῦκος), Λατ. bubulcus, βουκόλος, «ἀγελαδάρης», Νίκ. Θ. 5. ΙΙ. ὁ ἀροτριῶν διὰ βοῶν, Θεόκρ. 10. 1, 57, Νίκ. Ἀποσπ. 35.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bouvier;
2 qui laboure avec des bœufs.
Étymologie: βοῦκος.
Greek Monolingual
βουκαῑος, ο (Α)
1. βουκόλος
2. αυτός που οργώνει το χωράφι με βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούκος (κύριο όνομα) < βουκόλος. Η λ. βουκαίος θα πρέπει να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].
Greek Monotonic
βουκαῖος: ὁ (βοῦκος), Λατ. bubulcus, αγελαδάρης, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
βουκαῖος: ὁ погонщик волов или пашущий на волах Theocr.