ἐπιγδουπέω: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιγδουπέω:''' Επικ. αντί ἐπι-[[δουπέω]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐπιγδουπέω:''' Επικ. αντί ἐπι-[[δουπέω]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιγδουπέω:''' Hom. - in tmesi, Anth. = [[ἐπιδουπέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for ἐπιδουπέω,
A shout at or in applause, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Αθηναίη τε καὶ Ἥρη Il.11.45: abs., sound aloud, AP9.662 (Agath.): c.acc. cogn., καναχὴν ἐ. Nonn.D.1.243.
German (Pape)
[Seite 931] p. = ἐπιδ ουπέω, Il. 11, 45, in tmesi; Agath. 52 (IX, 662); καναχήν Nonn. 1, 243.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγδουπέω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπιδουπέω, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω (πρβλ. ἐπευφημέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἀθηναίῃ τε καὶ Ἥρη Ἰλ. Λ. 45· ἀπολ., ἠχῶ μεγάλως, κροτῶ, Ἀνθ. Π. 9. 662· μετὰ συστοίχου αἰτ., καναχὴν ἐπ. Νόνν. Δ. 1. 243.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
épq. et poét. c. ἐπιδουπέω.
Étymologie: ἐπί, γδουπέω.
Greek Monotonic
ἐπιγδουπέω: Επικ. αντί ἐπι-δουπέω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγδουπέω: Hom. - in tmesi, Anth. = ἐπιδουπέω.