μεταπείθω: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλλάζω]] την [[πεποίθηση]] ενός ανθρώπου, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω ([[άποψη]]), σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''μεταπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλλάζω]] την [[πεποίθηση]] ενός ανθρώπου, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω ([[άποψη]]), σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπείθω:''' <b class="num">1)</b> переубеждать, разубеждать (τινὰ περί τινος Arph.): ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. не будучи в состоянии переубедить их;<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. менять мнение (ἀκούσαντες [[ταῦτα]], μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὶ μεταπειθόμενον Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπείθω Medium diacritics: μεταπείθω Low diacritics: μεταπείθω Capitals: ΜΕΤΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: metapeíthō Transliteration B: metapeithō Transliteration C: metapeitho Beta Code: metapei/qw

English (LSJ)

   A change a man's persuasion, Ar.Ach.626, Lys.9.7, D. 18.228:—Pass., to be persuaded to change, Pl.R.413b, X.HG7.1.14, Isoc.3.47, D.Prooem.28.

German (Pape)

[Seite 152] umstimmen, zu etwas Anderem bereden; τὸν δῆμον περὶ τῶν σπονδῶν, Ar. Ach. 601; ἢ διδάσκοντι ἢ μεταπείθοντι, Plat. Rep. III, 399 b; μετεπείσθησαν, Xen. Hell. 7, 1, 4; Dem. 18, 228; Sp., wie Luc. adv. ind. 25.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπείθω: μεταβάλλω τὴν πεποίθησίν τινος, πείθω αὐτὸν εἰς ἄλλο τι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 626, Λυσίας 115. 1, Δημ. 305. 1· - Παθ., τοὺς μεταπεισθέντας Πλάτ. Πολ. 413Β, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 14.

French (Bailly abrégé)

faire changer de résolution, dissuader ; Pass. se laisser persuader de, changer de sentiment.
Étymologie: μετά, πείθω.

Greek Monolingual

μεταπείθω)
πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη ή απόφαση, μεταβάλλω τη γνώμη ή την πεποίθηση κάποιου (α. «προσπάθησα να τον μεταπείσω αλλά εκείνος δεν μέ άκουσε» β. «διδάσκοντι ἤ μεταπείθοντι ἑαυτὸν ἐπέχοντα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεταπείθω: μέλ. -σω, αλλάζω την πεποίθηση ενός ανθρώπου, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., έχω πειστεί να αλλάξω (άποψη), σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπείθω: 1) переубеждать, разубеждать (τινὰ περί τινος Arph.): ἀποροῦντες δὲ μεταπεῖσαι αὐτούς Lys. не будучи в состоянии переубедить их;
2) med.-pass. менять мнение (ἀκούσαντες ταῦτα, μετεπείσθησαν Xen.; τὸ πειθόμενον καὶ μεταπειθόμενον Plut.).