βαρυδότειρα: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρῠδότειρα:''' ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''βᾰρῠδότειρα:''' ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρυδότειρα:''' ἡ подательница бедствий (эпитет Мойры) Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A giver of ill gifts, Μοῖρα A.Th.977.
German (Pape)
[Seite 433] Μοῖρα, Unglücksgeberin, Aesch. Sept. 960. 975.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠδότειρα: ἡ, ἡ παρέχουσα τὰ βάρη, τὰς δυστυχίας, Μοῖρα Αἰσχύλ. Θήβ. 975, 988.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui accable de maux.
Étymologie: βαρύς, δίδωμι.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠδότειρα) -ας, ἡ que da duros regalos Μοῖρα A.Th.975.
Greek Monolingual
βαρυδότειρα, η (Α)
φρ. «βαρυδότειρα Μοῑρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι.
Greek Monotonic
βᾰρῠδότειρα: ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυδότειρα: ἡ подательница бедствий (эпитет Мойры) Aesch.