κηροχίτων: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με [[κερί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κηροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με [[κερί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κηροχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. покрытый или облитый воском ([[λαμπάς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροχίτων Medium diacritics: κηροχίτων Low diacritics: κηροχίτων Capitals: ΚΗΡΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: kērochítōn Transliteration B: kērochitōn Transliteration C: kirochiton Beta Code: khroxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A clad in wax, λαμπάς AP6.249 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1434] ωνος, mit Wachs bekleidet, λαμπάς Antp. Th. 13 (VI, 249).

Greek (Liddell-Scott)

κηροχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος κηρόν, λαμπάδα κηροχίτωνα Ἀνθ. Π. 6. 249.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
à la robe de cire, recouvert de cire.
Étymologie: κηρός, χιτών.

Greek Monolingual

κηροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινοςλαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χαλκο-χίτων].

Greek Monotonic

κηροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με κερί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κηροχίτων: ωνος (ῐ) adj. покрытый или облитый воском (λαμπάς Anth.).