πατραδέλφεια: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />η συγγενική [[σχέση]] από τον αδελφό του [[πατέρα]], η [[συγγένεια]] [[μεταξύ]] τών παιδιών δύο αδελφών, [[ξαδερφοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], -<i>τρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αδέλφεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άδελφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδελφός]])].
|mltxt=ἡ, Α<br />η συγγενική [[σχέση]] από τον αδελφό του [[πατέρα]], η [[συγγένεια]] [[μεταξύ]] τών παιδιών δύο αδελφών, [[ξαδερφοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], -<i>τρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αδέλφεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άδελφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδελφός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πατρᾰδέλφεια:''' v. l. [[πατραδελφία]] ἡ двоюродные братья и сестры по отцу Aesch.
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρᾰδέλφεια Medium diacritics: πατραδέλφεια Low diacritics: πατραδέλφεια Capitals: ΠΑΤΡΑΔΕΛΦΕΙΑ
Transliteration A: patradélpheia Transliteration B: patradelpheia Transliteration C: patradelfeia Beta Code: patrade/lfeia

English (LSJ)

ἡ,

   A cousin by the father's side, A.Supp.38 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰδέλφεια: ἡ, συγγένεια ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ πατρός, σφετεριξάμεναι πατραδέλφειαν, ἤτοι τὰς θυγατέρας τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, δηλ. τῶν Δαναΐδων ἃς ἤθελον νὰ ἁρπάσωσιν οἱ υἱοὶ τοῦ Αἰγύπτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enfant de l’oncle ou de la tante paternels.
Étymologie: πατήρ, ἀδελφός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η συγγενική σχέση από τον αδελφό του πατέρα, η συγγένεια μεταξύ τών παιδιών δύο αδελφών, ξαδερφοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αδέλφεια (< -άδελφος < ἀδελφός)].

Russian (Dvoretsky)

πατρᾰδέλφεια: v. l. πατραδελφία ἡ двоюродные братья и сестры по отцу Aesch.