κοίμημα: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοίμημα:''' τό ([[κοιμάω]]), ύπνος, <i>κοιμήματα αὐτογέννητα</i>, σαρκική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κοίμημα:''' τό ([[κοιμάω]]), ύπνος, <i>κοιμήματα αὐτογέννητα</i>, σαρκική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοίμημα:''' ατος τό сожительство, брачная связь (πατρὶ δυσμόρου [[ματρός]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίμημα Medium diacritics: κοίμημα Low diacritics: κοίμημα Capitals: ΚΟΙΜΗΜΑ
Transliteration A: koímēma Transliteration B: koimēma Transliteration C: koimima Beta Code: koi/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sleep, in pl., S.Ichn.268; κ. αὐτογέννητα intercourse of the mother with her own child, Id.Ant.864 (lyr.): sg., Erot.s.v. κωματώδεες.

German (Pape)

[Seite 1467] τό, Schlaf, VLL. Erkl. von κοῖτος u. κῶμα. – Der Beischlaf, κοιαήματά τ' αὐτογέννητ' ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου μητρός, mit der Mutter, Soph. Ant. 856.

Greek (Liddell-Scott)

κοίμημα: τό, (κοιμάω) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, συγκοίμησις μητρὸς μετὰ τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action de coucher avec, gén..
Étymologie: κοιμάω.

Greek Monolingual

κοίμημα, τὸ (Α) κοιμώμαι
1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα
2. φρ. («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»
(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση της μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.).

Greek Monotonic

κοίμημα: τό (κοιμάω), ύπνος, κοιμήματα αὐτογέννητα, σαρκική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κοίμημα: ατος τό сожительство, брачная связь (πατρὶ δυσμόρου ματρός Soph.).