συνδιαγιγνώσκω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιαγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]], [[συμμετέχω]] με άλλους ως [[κριτής]] στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί [[κάτι]], σε Θουκ. | |lsmtext='''συνδιαγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]], [[συμμετέχω]] με άλλους ως [[κριτής]] στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί [[κάτι]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιαγιγνώσκω:''' вместе выносить определение, совместно решать (τινὶ ποιεῖν τι Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A join with one in determining or decreeing, ἐμὲ... ᾧ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Th.2.64, cf. D.C.43.25; distinguish at the same time, Gal.5.625, UP2.6.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. γιγνώσκω), mit als Richter entscheiden, Thuc. 2, 64.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαγιγνώσκω: ὁμοῦ μετά τινος ἀποφασίζω, συναποφασίζω, ἐμὲ δι’ ὀργῆς ἔχετε ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Θουκ. 2. 64.
French (Bailly abrégé)
décider avec : τινι et l’inf., avec qqn de.
Étymologie: σύν, διαγιγνώσκω.
Greek Monolingual
ΜΑ
αποφασίζω από κοινού με άλλον
αρχ.
ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
αποφασίζω από κοινού με άλλον
αρχ.
ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»].
Greek Monotonic
συνδιαγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, συμμετέχω με άλλους ως κριτής στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί κάτι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαγιγνώσκω: вместе выносить определение, совместно решать (τινὶ ποιεῖν τι Thuc.).