ἀναπλήρωμα: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀναπλήρωμα]])<br />η [[αναπλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτό που χρησιμεύει για [[αναπλήρωση]] άλλου πράγματος, που παρουσιάζει [[έλλειψη]] και [[είναι]] φθηνότερο από αυτό. | |mltxt=το (Α [[ἀναπλήρωμα]])<br />η [[αναπλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτό που χρησιμεύει για [[αναπλήρωση]] άλλου πράγματος, που παρουσιάζει [[έλλειψη]] και [[είναι]] φθηνότερο από αυτό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπλήρωμα:''' ατος τό восполнение, заполнение (τῆς γῆς ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A filling, Id.Mir.833b4; ἐρημίας Phalar.Ep.98; λόγων Ph.2.166.
German (Pape)
[Seite 202] τό, die Ausfüllung, Ergänzung, Supplement, Sp; Flicken, Phot. 493. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλήρωμα: -ατος, τό, συμπλήρωμα, Ἀριστ. π. Θαυμ. 44.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
relleno, suplemento ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις τῆς γῆς πάλιν ἀναπληρώματα γίγνεσθαι Arist.Mir.833b4
•c. gen. ἐρημίας Phalar.Ep.98, λόγων Ph.2.166.
Greek Monolingual
το (Α ἀναπλήρωμα)
η αναπλήρωση
νεοελλ.
αυτό που χρησιμεύει για αναπλήρωση άλλου πράγματος, που παρουσιάζει έλλειψη και είναι φθηνότερο από αυτό.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπλήρωμα: ατος τό восполнение, заполнение (τῆς γῆς ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις Arst.).