διακόνησις: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διακόνησις]] (-εως), η (Α) [[διακονώ]]<br />[[υπηρεσία]], [[εξυπηρέτηση]]. | |mltxt=[[διακόνησις]] (-εως), η (Α) [[διακονώ]]<br />[[υπηρεσία]], [[εξυπηρέτηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διᾱκόνησις:''' εως ἡ обслуживание ([[ἄνευ]] θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v. l. διαπονήσεις). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A serving, doing service, Pl.Lg.633c.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, Dienstleistung; Plat. Legg. I, 633 c; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱκόνησις: -εως, ἡ, ὑπηρεσία, τὸ ὑπηρετεῖν, Πλάτ. Νόμ. 633C.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
servicio, acción de servir Pl.Lg.633c, Sch.E.Alc.98.
Greek Monolingual
διακόνησις (-εως), η (Α) διακονώ
υπηρεσία, εξυπηρέτηση.
Russian (Dvoretsky)
διᾱκόνησις: εως ἡ обслуживание (ἄνευ θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v. l. διαπονήσεις).