κνηκίς: Difference between revisions
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνηκίς]], -[[ίδος]], ή (AM) [[κνήκος]]<br /><b>1.</b> ωχρή [[κηλίδα]] από σύννεφα στον ουρανό<br /><b>2.</b> στιλπνό, λαμπερό [[δέρμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κνηκίς]] ελαφος» — [[ελάφι]] με κιτρινωπό, λαμπερό [[τρίχωμα]]. | |mltxt=[[κνηκίς]], -[[ίδος]], ή (AM) [[κνήκος]]<br /><b>1.</b> ωχρή [[κηλίδα]] από σύννεφα στον ουρανό<br /><b>2.</b> στιλπνό, λαμπερό [[δέρμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κνηκίς]] ελαφος» — [[ελάφι]] με κιτρινωπό, λαμπερό [[τρίχωμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνηκίς:''' ίδος ἡ желто-бурое облако (предвещающее бурю) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A pale spot, esp. in the heavens, Call.Fr.anon.36; κ. νεφώδεις Cleom.2.1 (pl.), cf. Plu.2.581f, Anon.Intr.Arat.p.126 M. II pale-coloured antelope, Hsch. III fine skin, Id. IV = μελανία, Id.
German (Pape)
[Seite 1460] ίδος, ἡ, ein falber, bleicher Fleck, bes. ein Wölkchen am Himmel, Suid., das Sturm verheißt, διαδρομὴ κνηκίδος ἀραιᾶς Plut. gen. Socr. 12. – Auch ein Fleck auf dem Auge u. eine Gazellenart, Hesych., wo κνῆκις steht.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκίς: ῖδος, ἡ, ὠχρὰ κηλίς, ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν καὶ ἀμαυρὸν νέφος, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ., Πλούτ. 2. 581F. ΙΙ. ὠχρὸν ἔχουσα τὸ χρῶμα ἔλαφος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. λαμπρὸν δέρμα ἢ ἐπιδερμίς, ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
nuage jaunâtre ; orage, ouragan.
Étymologie: κνηκός.
Greek Monolingual
κνηκίς, -ίδος, ή (AM) κνήκος
1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό
2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα
3. φρ. «κνηκίς ελαφος» — ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα.
Russian (Dvoretsky)
κνηκίς: ίδος ἡ желто-бурое облако (предвещающее бурю) Plut.