λογίδιον: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λογίδιον:''' τό, υποκορ. του [[λόγος]], [[μικρός]] [[μύθος]] ή μικρή, περιληπτική [[διήγηση]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λογίδιον:''' τό, υποκορ. του [[λόγος]], [[μικρός]] [[μύθος]] ή μικρή, περιληπτική [[διήγηση]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λογίδιον:''' (γῐ) τό<br /><b class="num">1)</b> маленькая речь Isocr.;<br /><b class="num">2)</b> словечко, изреченьице Plat.;<br /><b class="num">3)</b> рассказец, басенка Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of λόγος, Isoc.13.20, Pl.Erx. 401e. 2 little fable or story, Ar.V.64.
Greek (Liddell-Scott)
λογίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λόγος, Ἰσοκρ. 295Β, Πλάτ. Ἐρυξίας, 401Ε. 2) μικρὸς μῦθος ἢ διήγησις, Ἀριστοφ. Σφ. 64.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit discours, petit entretien.
Étymologie: dim. de λόγος.
Greek Monolingual
λογίδιον, τὸ (Α) λόγος
(υποκορ. του λόγος) μικρός λόγος, μικρός μύθος ή διήγηση.
Greek Monotonic
λογίδιον: τό, υποκορ. του λόγος, μικρός μύθος ή μικρή, περιληπτική διήγηση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λογίδιον: (γῐ) τό
1) маленькая речь Isocr.;
2) словечко, изреченьице Plat.;
3) рассказец, басенка Arph.