ἀπρόσοιστος: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπρόσοιστος:''' -ον ([[προσοίσω]], μέλ. του [[προσφέρω]]), [[ακαταμάχητος]], αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να εναντιωθεί, να προβάλει [[αντίσταση]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀπρόσοιστος:''' -ον ([[προσοίσω]], μέλ. του [[προσφέρω]]), [[ακαταμάχητος]], αυτός στον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να εναντιωθεί, να προβάλει [[αντίσταση]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπρόσοιστος:''' неодолимый, неудержимый ([[στρατός]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to associate with or deal with, A.Pers.91 (lyr.). Adv. -τως unsociably, Isoc.9.49.
German (Pape)
[Seite 339] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., -στως, ἔχειν Isocr. 9, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσοιστος: -ον, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, ἀκοινώνητος, ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.
Étymologie: ἀ, προσοίσω, f. de προσφέρω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de quien no se puede soportar el choque, irresistible ὁ Περσᾶν στρατός A.Pers.91, cf. Hsch.
2 adv. -ως inabordablemente, insociablemente ἀ. ἔχειν Isoc.9.49.
Greek Monolingual
ἀπρόσοιστος, -ον (Α)
1. ανυπόφορος
2. ακοινώνητος.
Greek Monotonic
ἀπρόσοιστος: -ον (προσοίσω, μέλ. του προσφέρω), ακαταμάχητος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί κάποιος να εναντιωθεί, να προβάλει αντίσταση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσοιστος: неодолимый, неудержимый (στρατός Aesch.).