προσεξετάζω: Difference between revisions
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]], [[ψάχνω]] μέσα σε, σε Δημ. | |lsmtext='''προσεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]], [[ψάχνω]] μέσα σε, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεξετάζω:''' сверх того исследовать Dem., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A examine or search into besides, D.21.227 (Pass.), 24.69, Gal.6.723, Luc.Tyr.11.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu, zugleich untersuchen, prüfen; Dem. 24, 69; προσεξήτασται, 21, 227; Luc. Tyrann. 11.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ προσέτι, Δημ. 586. 23., 722. 23, Λουκ. Τύρανν. 11· ― ῥημ. ἐπίθ. -εξεταστέον, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
rechercher en outre.
Étymologie: πρός, ἐξετάζω.
Greek Monolingual
Α
εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
προσεξετάζω: μέλ. -σω, εξετάζω, ψάχνω μέσα σε, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσεξετάζω: сверх того исследовать Dem., Luc.