ἔμψοφος: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμψοφος:''' -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἔμψοφος:''' -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμψοφος:''' звучный: ἔμψοφα φιλεῖν Anth. звучно целовать. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sounding, AP5.243 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 821] schallend, Paul. Sil. 2 (V, 244).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμψοφος: -ον, ἠχῶν, Ἀνθ. Παλ. 5. 244.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sonore.
Étymologie: ἐν, ψόφος.
Spanish (DGE)
-ον
sonoro, ruidoso μακρὰ φιλεῖ Γαλάτεια καὶ ἔμψοφα Galatea da besos grandes y ruidosos, AP 5.244 (Paul.Sil.), cf. Sud.
Greek Monolingual
ἔμψοφος, -ον (Α)
αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, θορυβώδης.
Greek Monotonic
ἔμψοφος: -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμψοφος: звучный: ἔμψοφα φιλεῖν Anth. звучно целовать.