κατάσκιος: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> σκιασμένος ή καλυμμένος με [[κάτι]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., αυτός που επισκιάζει, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''κατάσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> σκιασμένος ή καλυμμένος με [[κάτι]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., αυτός που επισκιάζει, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάσκιος:''' <b class="num">1)</b> осененный (κλάδοις ἐλάας Aesch.): κατάσκιον [[γενέσθαι]] τινί Soph. покрыться тенью чего-л.; [[κράνα]] αἰγείροιο κ. Anth. источник, осененный тополем;<br /><b class="num">2)</b> покрытый: λάχνῃ [[δέρμα]] κατάσκιον Hes. кожа, защищенная шерстью;<br /><b class="num">3)</b> осеняющий, раскидистый, пышный (λόφοι Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> тенистый (ἔρνεα κισσοῦ Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A shaded or covered with, λάχνῃ δέρμα κ. Hes.Op.513, cf. Hdt.2.138, A.Ag.493, S.El.422; shaded, νῶτον Pi.Pae.6.139: later c. gen., αἰγείροιο AP9.333 (Mnasalc., v.l. αἰγείροισι): metaph. in Astrol., ἀργὸς καὶ κ. τόπος, of a region, Vett. Val.77.25; name of second τόπος, Id.179.13; of third, Cat.Cod.Astr.8(4).144. II trans., overshadowing, λόφοι A.Th.384, Ar.Ach.965 codd., cf. E.Ph. 654 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1379] beschattet, schattig; κήρυκα κατάσκιον κλάδοις ἐλαίας Aesch. Ag. 479, vgl. Suppl. 349; θαλλόν, ᾡ κατάσκιον πᾶσαν γενέσθαι χθόνα Soph. El. 414; Sp., χωρίον μεγίστοις κατάσκιον ἄλσεσι Hdn. 1, 12, 3; κράναν τ' αἰγείροισι κατάσκιον Mnasalc. 8 (IX, 333); übh. bedeckt, λάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes. O. 515. – Auch akt., τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, vom Helmbusch, Aesch. Spt. 366, schattig, Schatten werfend, wie Ar. Ach. 929; ἔρνεσι κατασκίοις Eur. Phoen. 657.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσκιος: -ον, (σκιά), κατεσκιασμένος, πάντοθεν σκιὰν ἔχων, ἢ κατακεκαλυμμένος ὑπό τινος, τινί, ὑπό τινος, δέρμα λάχνῃ κ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 511, Ἡρόδ. 2. 158· κήρυκα κ. κλάδοις ἐλαίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 493· θαλλὸν ᾧ κατάσκιον γενέσθαι τὴν χθόνα = κατασκιασθῆναι Σοφ. Ἠλ. 423· χωρίον κ. ἄλσεσιν Ἡρῳδιαν. 1. 12, 3· καὶ μεταφορ., πενθήμονι κόσμῳ κ. Χριστοδώρ. Ἔκφρ. 149· παρὰ μεταγεν., μετὰ γεν., αἰγείροιο κατάσκιον Ἀνθ. ΙΙ. 9. 333· πρβλ. Schäf. Mel. σ. 138. ΙΙ. μεταβ., ἐπισκιάζων, πολλὴν σκιὰν παρέχων, λόφοι Αἰσχύλ. Θήβ. 384, πρβλ. ἔρνεσι κατασκίοις Εὐρ. Φοίν. 654, Ἀριστοφ. Ἀχ. 965.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 ombragé, couvert de, τινι;
2 qui donne de l’ombrage, qui couvre.
Étymologie: κατά, σκιά.
English (Slater)
κατάσκιος
1 in shadow τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον pr. covered your (Aigina's) ridge of land in shadow (Pae. 6.139)
Greek Monolingual
-α -ο (AM κατάσκιος, -ον)
αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιος
αρχ.
1. αυτός που έχει παντού σκιά
2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός
3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. εν-σκιος, υπό-σκιος].
Greek Monotonic
κατάσκιος: -ον (σκιά),
I. σκιασμένος ή καλυμμένος με κάτι, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αισχύλ.
II. μτβ., αυτός που επισκιάζει, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατάσκιος: 1) осененный (κλάδοις ἐλάας Aesch.): κατάσκιον γενέσθαι τινί Soph. покрыться тенью чего-л.; κράνα αἰγείροιο κ. Anth. источник, осененный тополем;
2) покрытый: λάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes. кожа, защищенная шерстью;
3) осеняющий, раскидистый, пышный (λόφοι Aesch.);
4) тенистый (ἔρνεα κισσοῦ Eur.).