λοπίς: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοπίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[λεπίς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λοπίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[λεπίς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοπίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ [[λέπω]] кожица, скорлупа Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = λεπίς 2, Ar.V.790, Nic. Al.467, Th.154. II λ. σιδηρᾶ iron pin to keep a βάλανος in place, Aen.Tact.20.3. III fragment of ἀκρόβασις, BCH29.541 (Delos). IV = λοπάς 1.1a, Schwyzer89.20 (Argos, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
λοπίς: -ίδος, ἡ, = Ἀριστοφ. Σφ. 790, Νικ. Ἀλ. 467.
Greek Monolingual
λοπίς, -ίδος, ἡ (Α) λέπω
1. φλοιός, φλούδα
2. η λοπάς.
Greek Monotonic
λοπίς: -ίδος, ἡ, = λεπίς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λοπίς: ίδος (ῐδ) ἡ λέπω кожица, скорлупа Arph.