παρατήρησις: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρατήρησις:''' ἡ, [[παρατήρηση]], [[παρακολούθηση]], [[μετὰ]] παρατηρήσεως, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να παρατηρηθεί, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παρατήρησις:''' ἡ, [[παρατήρηση]], [[παρακολούθηση]], [[μετὰ]] παρατηρήσεως, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να παρατηρηθεί, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''παρατήρησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> наблюдение (τῶν ἄστρων Diod.): τὴν παρατήρησιν ποιεῖσθαι Plut. наблюдать; [[μετὰ]] παρατηρήσεως NT заметным образом;<br /><b class="num">2)</b> высматривание, подстерегание (π. καὶ [[ἐνέδρα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατήρησις Medium diacritics: παρατήρησις Low diacritics: παρατήρησις Capitals: ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΙΣ
Transliteration A: paratḗrēsis Transliteration B: paratērēsis Transliteration C: paratirisis Beta Code: parath/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A observation, διειλημμένοι εἰς παρατήρησιν kept under surveillance, Aen. Tact. 10.25 ; παρατηρήσεις ἄστρων D. S. 1.28, cf. 5.31 ; π. παθέων ἀλλοτρίων IG42(1).687.14 (Epid., ii A. D.) ; ποιεῖσθαι τὴν π. Plu.2.36 3b ; μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, Ev. Luc. 17.20 : in bad sense, close observation, to detect faults, etc., Plb. 16.22.8 ; ἐνέδρα καὶ π. Plu. 2.266b ; empirical observation, opp. λογισμός, Gal.1.127 ; so κατὰ ἱστορίαν ἢ π. Phld.Rh. 1.40 S.    2. observance of rules, etc., D.T.629.21.    3. remark, note, παρατηρήσεως ἄξια Longin.23.2, cf. Sch.Ar.Ra.1258 ; ψιλὴ π. bare notice, A.D.Pron.41.8.

German (Pape)

[Seite 503] ἡ, das daneben od. dabei Beobachten, τῶν ἄστρων D. Sic. 1, 28, u. A. von Beobachtung der Vogelzeichen; – das Beobachten und Auflauern, Pol. 16, 22, 8; καὶ ἐνέδρα, Plut. qu. Rom. 9; – παρατήρησιν ποιεῖσθαι, beobachten, Is. et Os. 31.

Greek (Liddell-Scott)

παρατήρησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἄστρων Διόδ. 1. 28, πρβλ. 5. 31· π. παθέων ἀλλοτρίων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. σ. XIX· ποιεῖσθαι τὴν π. Πλούτ. 2. 363Β· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὕτως ὥστε νὰ δύναται νὰ παρατηρηθῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 20· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκ τοῦ πλησίον παρατήρησις πρὸς ἀνακάλυψιν σφαλμάτων κλπ., Πολύβ. 16 22, 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 266Α. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., παρατήρησις, σημείωσις, Λογγῖν. 23, Σχολ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 observation (des astres, des augures, etc.);
2 action d’épier, surveillance.
Étymologie: παρατηρέω.

English (Strong)

from παρατηρέω; inspection, i.e. ocular evidence: obervation.

English (Thayer)

παρατηρήσεως, ἡ (παρατηρέω), observation (Polybius 16,22, 8), Diodorus, Josephus, Antoninus, Plutarch, others): μετά παρατηρήσεως, in such a manner that it can be watched with the eyes, i. e. in a visible manner, Luke 17:20.

Greek Monotonic

παρατήρησις: ἡ, παρατήρηση, παρακολούθηση, μετὰ παρατηρήσεως, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να παρατηρηθεί, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παρατήρησις: εως ἡ1) наблюдение (τῶν ἄστρων Diod.): τὴν παρατήρησιν ποιεῖσθαι Plut. наблюдать; μετὰ παρατηρήσεως NT заметным образом;
2) высматривание, подстерегание (π. καὶ ἐνέδρα Plut.).