διακύπτω: Difference between revisions
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διακύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκύβω]] και σέρνομαι μέσα από ένα στενό [[μέρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκύβω]] για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''διακύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκύβω]] και σέρνομαι μέσα από ένα στενό [[μέρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκύβω]] για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διακύπτω:''' <b class="num">1)</b> высовываться в окно Arph.;<br /><b class="num">2)</b> выглядывать наружу (διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες): διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. выглянув в окошко тюрьмы. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A stoop and creep through a narrow place, Hdt.3.145, Ar. Ec.930. 2 stoop so as to peep in, Id.Pax78; διὰ τῆς κεραμίδος Diph.84, cf. Men.Epit.463. 3 look out, διὰ τῆς θυρίδος LXX 4 Ki. 9.30, cf. PMagd.24.4 (iii B.C.), Luc.Asin.45.
German (Pape)
[Seite 585] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
Greek (Liddell-Scott)
διακύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω καὶ διέρχομαι διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) κύπτω ὥστε να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. πρός τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher à travers une ouverture pour regarder;
2 se pencher comme pour regarder à travers.
Étymologie: διά, κύπτω.
Spanish (DGE)
1 asomarse c. διά y gen. διὰ τῆς γοργύρης Hdt.3.145, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος Diph.85, διὰ τῆς θυρίδος LXX Id.5.28, Luc.Asin.45, cf. LXX 4Re.9.31, Clem.Al.Paed.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat. τῇ θυρίδι Ph.1.355, c. otros giros prep. πρὸς ταῖς θύραις Men.Epit.536, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων LXX Ps.13.2, ἀπ' αἰθέρος Ph.2.299, c. adv. διακύψας εἴσω Luc.Asin.47
•abs. asomar la cabeza τί διακύπτεις Ar.Ec.930, διακύψας ὄψομαι Ar.Pax 78, cf. LXX Ez.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3, τῆς γοῦν προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνον cuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse Anon.Mirac.Thecl.35.39.
2 de textos escudriñar φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστον Ph.2.300, τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτον Ph.1.470.
3 mirar, fijarse (ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον (la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres Thdt.Ep.Sirm.34.
Greek Monolingual
διακύπτω (Α) κύπτω
1. περνώ σκύβοντας
2. σκύβω για να δω.
Greek Monotonic
διακύπτω: μέλ. -ψω,
1. σκύβω και σέρνομαι μέσα από ένα στενό μέρος, σε Ηρόδ.
2. σκύβω για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διακύπτω: 1) высовываться в окно Arph.;
2) выглядывать наружу (διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες): διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. выглянув в окошко тюрьмы.