λινοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνοπόρος:''' -ον, αυτός που φουσκώνει τα [[ιστία]] του πλοίου, σε Ευρ.
|lsmtext='''λῐνοπόρος:''' -ον, αυτός που φουσκώνει τα [[ιστία]] του πλοίου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνοπόρος:''' надувающий паруса (αὖραι Eur.).
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοπόρος Medium diacritics: λινοπόρος Low diacritics: λινοπόρος Capitals: ΛΙΝΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: linopóros Transliteration B: linoporos Transliteration C: linoporos Beta Code: linopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A sail-wafting, αὖραι E.IT410 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοπόρος: -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pénètre dans les voiles en parlant du vent.
Étymologie: λίνον, πορεύομαι.

Greek Monolingual

λινοπόρος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ακρο-πόρος, οδοι-πόρος.

Greek Monotonic

λῐνοπόρος: -ον, αυτός που φουσκώνει τα ιστία του πλοίου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοπόρος: надувающий паруса (αὖραι Eur.).