ἐνίοτε: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνίοτε:''' επίρρ., αντί [[ἔνι]] [[ὅτε]] = ἔστιν [[ὅτε]], [[κάποτε]], [[πότε]] [[πότε]], σε Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐνίοτε:''' επίρρ., αντί [[ἔνι]] [[ὅτε]] = ἔστιν [[ὅτε]], [[κάποτε]], [[πότε]] [[πότε]], σε Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνίοτε:''' adv. иногда, порой: ἐ. μὲν …, ἐ. δέ (или [[τότε]] δέ) Plat. и ἐ. μὲν …, [[ὅτε]] δέ Arst. когда … когда, то … то. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A at times, sometimes, E.Hel.1213, Ar.Pl.1125, Hp. Praec.14, etc.; ἐ. μὲν... ἐ. δὲ . . Pl.Grg.467e; ἐ. μὲν . . ἔστι δ' ὅτε . . Id.Tht.150a; ἐ . . τότε δὲ . . Id.Phlb.46e; ἐ. μὲν . . ὅτε δὲ . . Arist.Mete. 360b2.
German (Pape)
[Seite 845] einige Male, zuweilen (ἔστιν ὅτε); Eur. Hel. 1229; Ar. Plut. 1125 u. a. com.; Thuc. u. Folgde; ἐνίοτε – μέν – ἔστι δ' ὅτε Plat. Theaet. 150 a; ἐνίοτε μέν – ἐνίοτε δέ Gorg. 467 e; ἐνίοτε – τότε δέ Phil. 46 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίοτε: (οὐχὶ ἐνιότε, πρβλ. ἄλλοτε, ἑκάστοτε): - Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, «κάποτε», Εὐρ. Ἑλ. 1213, Ἀριστοφ. Πλ. 1125, Πλάτ., κτλ.· ἐν. μέν, ἐν. δὲ Πλάτ. Γοργ. 467Ε· ἐνίοτε μέν... ἔστι δ’ ὅτε ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150Α· ἐν... τότε δὲ ὁ αὐτ. Φίληβ. 46Ε· ἐν μέν... ὅτε δέ... Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8, πρβλ. ἔνιοι.
French (Bailly abrégé)
adv.
quelquefois.
Étymologie: ἔνι, ὅτε.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἐνίοκα Ps.Archyt.Pyth.Hell.12.21; ἐνιότε Asp.in EN 20.17, Iambl.Myst.5.19
adv. algunas veces, en algunas ocasiones ἐσθλῶν κακίους ἐνίοτ' εὐτυχέστεροι en ocasiones los más humildes son más afortunados que los nobles E.Hel.1213, ἐπόεις ζημίαν ἐ. Ar.Pl.1125, ἡλικίῃ σμικροῦ ἐόντος ... δύναμις ἐ. πάμπουλυς Hp.Praec.14, ἅτερα δὲ φυσικὰ πάθεα ... ἐ. ποιέοντι ἐναντίαν ἐπιπρέπειαν Ps.Archyt.l.c., αἴρειν τὰ σύσσημα ἐ. levantar las señales de vez en cuando Aen.Tact.6.7, cf. D.21.205, PCair.Zen.362re.25 (III a.C.), Asp.l.c., Gal.3.460, 5.341, Posidon.68, Phld.Elect.8.8, Vett.Val.432.6, IEphesos 215.2 (II/III d.C.)
•en correl. ἐ. μὲν ..., ἐ. δὲ ... unas veces ..., otras ... Pl.Grg.467e, Chrysipp.Stoic.2.304.38, Iambl.l.c., ἐ. μὲν ..., ὅτε δὲ ... Arist.Mete.360b2, ἐ. ..., τότε δὲ ... Pl.Phlb.46e, ἄλλοτε ... ἐ. δὲ ... Vett.Val.72.14
•ἐ. μὲν ... ἔστι δ' ὅτε ... a veces ..., pero cuando ... Pl.Tht.150a.
Greek Monolingual
(Α ἐνίοτε) ένιοι
επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)].
Greek Monotonic
ἐνίοτε: επίρρ., αντί ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, κάποτε, πότε πότε, σε Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνίοτε: adv. иногда, порой: ἐ. μὲν …, ἐ. δέ (или τότε δέ) Plat. и ἐ. μὲν …, ὅτε δέ Arst. когда … когда, то … то.