ἀποδειροτομέω: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφαγιάζω]] αποκόπτοντας το [[κεφάλι]] ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀποδειροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφαγιάζω]] αποκόπτοντας το [[κεφάλι]] ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδειροτομέω:''' (тж. ἀ. κεφαλήν Hes.) перерезывать горло, зарезывать, закалывать (τινα Hom., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A slaughter by cutting off the head, or cutting the throat, of men, Il.18.336, 23.22, Luc.DMeretr.13.3; μῆλα ἐς βόθρον Od.11.35; κεφαλὴν ἀ. Hes.Th.280.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδειροτομέω: ἀπαυχενίζω, κόπτω τὸν λαιμόν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δώδεκα δὲ προπάροιθε πυρῆς ἀποδειροτομήσω Τρώων ἀγλαὰ τέκνα, «τοὺς τραχήλους ἀποτεμῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 336, Ψ. 22, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 3· ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Λ. 35· κεφαλήν ἀπ. Ἡσ. Θ. 280. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -τόμησις, ἡ, Εὐστ. 1145. 63.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπεδειροτόμησα;
couper le cou à, acc..
Étymologie: ἀποδείρω, τέμνω.
English (Autenrieth)
(δειρή, τέμνω), fut. -ήσω, aor. ἀπεδειροτόμησα: cut the throat of, slaughter; ἐς βόθρον, i. e. over the trench, so that the blood might run into it, Od. 11.35.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de pers. degollar Τρώων ... τέκνα Il.18.336, cf. Luc.DMeretr.13.3.
2 c. ac. de partes del cuerpo cortar μῆλα ... ἐς βόθρον Od.11.36, κεφαλήν Hes.Th.280.
Greek Monotonic
ἀποδειροτομέω: μέλ. -ήσω, σφαγιάζω αποκόπτοντας το κεφάλι ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδειροτομέω: (тж. ἀ. κεφαλήν Hes.) перерезывать горло, зарезывать, закалывать (τινα Hom., Luc.).