καρταίπους: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρταίπους]], -ουν (Α)<br />[[κραταίπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρταί</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποῦς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γωνιό</i>-[[πους]], <i>ελαφό</i>-[[πους]]<br />το α' συνθετικό <i>καρταί</i>- [[είναι]] [[μορφή]] με την οποία απαντά η λ. -[[κάρτος]] ([[κράτος]]) ως α' συνθετικό, [[κατά]] τα <i>παλαί</i>-, [[χαμαί]]- (<b>[[πρβλ]].</b> [[παλαίμαχος]], <i>χαμαι</i>-[[λέων]])].
|mltxt=[[καρταίπους]], -ουν (Α)<br />[[κραταίπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρταί</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποῦς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γωνιό</i>-[[πους]], <i>ελαφό</i>-[[πους]]<br />το α' συνθετικό <i>καρταί</i>- [[είναι]] [[μορφή]] με την οποία απαντά η λ. -[[κάρτος]] ([[κράτος]]) ως α' συνθετικό, [[κατά]] τα <i>παλαί</i>-, [[χαμαί]]- (<b>[[πρβλ]].</b> [[παλαίμαχος]], <i>χαμαι</i>-[[λέων]])].
}}
{{elru
|elrutext='''καρταίπους:''' ποδος adj. с мощными ногами (sc. [[ταῦρος]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρταίπους Medium diacritics: καρταίπους Low diacritics: καρταίπους Capitals: ΚΑΡΤΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kartaípous Transliteration B: kartaipous Transliteration C: kartaipous Beta Code: kartai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A = κραταίπους (q. v.), Pi.O. 13.81: neut. pl., καρταίποδα, τά, larger cattle, beasts, Leg.Gort.4.36, al.: sg., καρταῖπος, τό, GDI4998i 17 (Gortyn), al.

German (Pape)

[Seite 1330] ποδος, = κραταίπους, so nennt Pind. Ol. 13, 81 den Stier.

Greek (Liddell-Scott)

καρταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. ποδος, = κραταίπους (ὃ ἴδε), Πίνδ. Ο. 13. 81.

English (Slater)

καρταίπους
   1 strong-footed one i. e. bull. (v. W. Schulze. Kl. Schr. 405.) ὅταν δ' εὐρυσθενεῖ καρταίποδ ἀναρύῃ Γαιαόχῳ (byz.: κραται- codd.) (O. 13.81)

Greek Monolingual

καρταίπους, -ουν (Α)
κραταίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί- + -πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό-πους, ελαφό-πους
το α' συνθετικό καρταί- είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. -κάρτος (κράτος) ως α' συνθετικό, κατά τα παλαί-, χαμαί- (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι-λέων)].

Russian (Dvoretsky)

καρταίπους: ποδος adj. с мощными ногами (sc. ταῦρος Pind.).