καταδύνω: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταδύνω:''' βλ. [[καταδύω]]. | |lsmtext='''καταδύνω:''' βλ. [[καταδύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδύνω:''' (только praes. Arst. и impf. κατέδυνον Hom., Her.) = [[καταδύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. καταδύω.
German (Pape)
[Seite 1347] = καταδύομαι, s. unter καταδύω.
Greek (Liddell-Scott)
καταδύνω: ἴδε καταδύω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. κατέδυνον;
c. καταδύω.
Étymologie: κατά, δύνω.
Greek Monolingual
καταδύνω (Α)
καταδύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δύνω «δύω»].
Greek Monotonic
καταδύνω: βλ. καταδύω.
Russian (Dvoretsky)
καταδύνω: (только praes. Arst. и impf. κατέδυνον Hom., Her.) = καταδύω.