ἐπινύμφειος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπινύμφειος:''' -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπινύμφειος:''' -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινύμφειος:''' (Soph. - v. l. ἐπὶ νυμφείοις) = [[ἐπινυμφίδιος]].
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινύμφειος Medium diacritics: ἐπινύμφειος Low diacritics: επινύμφειος Capitals: ΕΠΙΝΥΜΦΕΙΟΣ
Transliteration A: epinýmpheios Transliteration B: epinympheios Transliteration C: epinymfeios Beta Code: e)pinu/mfeios

English (LSJ)

ον,

   A bridal, ὕμνος prob. in S.Ant.814(lyr.): fem. -είη Supp.Epigr.2.874 (nisi ἐπὶ νυμφείην).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινύμφειος: -ον, = ἐπινυμφίδιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 814.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νυμφεῖος.

Greek Monolingual

ἐπινύμφειος, -ον
θηλ. και ἐπινυμφείη (Α)
νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπινύμφειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινύμφειος: (Soph. - v. l. ἐπὶ νυμφείοις) = ἐπινυμφίδιος.