ἄρτυμα: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄρτῡμα:''' τό([[ἀρτύω]]), [[καρύκευμα]], [[σάλτσα]], [[μπαχαρικό]], σε Βατραχομ. | |lsmtext='''ἄρτῡμα:''' τό([[ἀρτύω]]), [[καρύκευμα]], [[σάλτσα]], [[μπαχαρικό]], σε Βατραχομ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄρτῡμα:''' ατος τό приправа (κοσμεῖν χύτρας ἀρτύμασι Batr.; βορᾶς ἀρτύματα Soph.; ἡ [[ἀνάπαυσις]] τῶν πόνων ἄ. ἐστι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A condiment, seasoning, ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batr.41, cf. Hp.Aff.43, Dsc.3.36, etc.; βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, cf. 709; τὰ παλαιὰ καὶ θρυλούμενα ἀρτύματα Anaxipp.1.5: metaph., ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. Plu.2.9c. II = διαθήκη, δίκη, Hsch. (cf. ἄρτημα).
German (Pape)
[Seite 363] τό, Zubereitung von Speisen, βορᾶς Soph. frg. 601; Aesch. frg. 317; bes. alles, womit die Speisen schmackhaft gemacht werden, Gewürz, κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batrach. 41; übertr., πόνων, die Ruhe, Plut. ed. lib. 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
assaisonnement.
Étymologie: ἀρτύω.
Spanish (DGE)
(ἄρτῡμα) -ματος, τό
1 condimento, especia en cocina κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσιν Batr.(a).41, διαβρέχεις τἀρτύματα pones a remojo los condimentos A.Fr.306, cf. ἀρτύματα ξηρά PCair.Zen.702.29 (III a.C.), βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, Anaxipp.1.5, ἀρτυμάτων μέδιμνοι Theopomp.Hist.263a, PPetaus.28.19, PSarap.55.40 (II d.C.), Vit.Aesop.G 34
•de uso restringido en las dietas σκευάζειν δὲ τὰ ὄψα ἁλσὶ καὶ κυμίνῳ καὶ τοῖσιν ἄλλοισιν ἀρτύμασιν ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι Hp.Aff.43, cf. Int.49, 51 (p.296)
•en sacrificios, S.Fr.709, en ritos mágicos PMag.12.72
•fig. ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄ. el descanso en los esfuerzos es como la especia de la vida, Plu.2.9c.
2 διαθήκη, δίκη Hsch.
Greek Monolingual
το (AM ἄρτυμα) αρτύω
το καρύκευμα, το μυρωδικό
αρχ.
ό,τι προξενεί ευχαρίστηση ή ανακούφιση, η ανάπαυση από τους πόνους.
Greek Monotonic
ἄρτῡμα: τό(ἀρτύω), καρύκευμα, σάλτσα, μπαχαρικό, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρτῡμα: ατος τό приправа (κοσμεῖν χύτρας ἀρτύμασι Batr.; βορᾶς ἀρτύματα Soph.; ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. ἐστι Plut.).