βαθυκήτης: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰθῠκήτης:''' -ες ([[κῆτος]]), αυτός που έχει αχανές [[βάθος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Θέογν. | |lsmtext='''βᾰθῠκήτης:''' -ες ([[κῆτος]]), αυτός που έχει αχανές [[βάθος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαθυκήτης:''' изобилующий морскими чудовищами ([[πόντος]] Plut., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
πόντος
A deep yawning sea, Thgn.175; cf. μεγακήτης.
German (Pape)
[Seite 424] ες (κῆτος), tief gehöhlt, πόντος Theogn. 175; daraus Luc. Tim. 26.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθῠκήτης: πόντος, ἡ βαθεῖα καὶ χαίνουσα θάλασσα, Θέογν. 175· πρβλ. μεγακήτης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
aux abîmes peuplés d’énormes poissons.
Étymologie: βαθύς, κῆτος.
Spanish (DGE)
(βᾰθῠκήτης) -ες
de abismos poblados de monstruos πόντος Thgn.175 (var.), Luc.Tim.26.
Greek Monotonic
βᾰθῠκήτης: -ες (κῆτος), αυτός που έχει αχανές βάθος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
βαθυκήτης: изобилующий морскими чудовищами (πόντος Plut., Luc.).