δυσραγής: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), [[δύσκολος]] στο [[σπάσιμο]], [[άθραυστος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δυσρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), [[δύσκολος]] στο [[σπάσιμο]], [[άθραυστος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσρᾰγής:''' с трудом разрывающийся, т. е. прочный (τὰ [[σκύτη]] τῷ ἐλαίῳ μαλαττόμενα Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσρᾰγής Medium diacritics: δυσραγής Low diacritics: δυσραγής Capitals: ΔΥΣΡΑΓΗΣ
Transliteration A: dysragḗs Transliteration B: dysragēs Transliteration C: dysragis Beta Code: dusragh/s

English (LSJ)

ές,

   A hard to break, Luc.Anach.24 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 688] ές, schwer zu zerreißen, Luc. gymn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

δυσρᾰγής: -ές, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, διαρρηγνυόμενος, Λουκ. Ἀναχ. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à rompre.
Étymologie: δυσ-, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές difícil de romper τὰ σκύτη Luc.Anach.24.

Greek Monolingual

δυσραγής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα ρήγνυται, σπάζει.

Greek Monotonic

δυσρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), δύσκολος στο σπάσιμο, άθραυστος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσρᾰγής: с трудом разрывающийся, т. е. прочный (τὰ σκύτη τῷ ἐλαίῳ μαλαττόμενα Luc.).