χιλιόπαλαι: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῑλιόπᾰλαι:''' επίρρ., χίλιες φορές [[πριν]] από [[πολλά]] χρόνια, [[πάρα]] [[πολλά]] χρόνια [[πριν]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χῑλιόπᾰλαι:''' επίρρ., χίλιες φορές [[πριν]] από [[πολλά]] χρόνια, [[πάρα]] [[πολλά]] χρόνια [[πριν]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιόπᾰλαι:''' adv. шутл. тысячу раз давно, давным-давно Arph.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιόπᾰλαι Medium diacritics: χιλιόπαλαι Low diacritics: χιλιόπαλαι Capitals: ΧΙΛΙΟΠΑΛΑΙ
Transliteration A: chiliópalai Transliteration B: chiliopalai Transliteration C: chiliopalai Beta Code: xilio/palai

English (LSJ)

Adv.

   A long long ago, Com. word, Ar.Eq.1155.

German (Pape)

[Seite 1356] adv., vor sehr langer Zeit, zur komischen Steigerung gebildet von Ar. Equ. 1151.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιόπᾰλαι: ἐπίρρ. χιλιάκις πάλαι, πρὸ ἀναριθμήτων ἐτῶν, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1155.

French (Bailly abrégé)

adv.
il y a mille fois longtemps, il y a très longtemps, il y a mille ans.
Étymologie: χίλιοι, πάλαι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πριν από πάρα πολύ χρόνο, πριν από αναρίθμητα έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το χιλι(ο)- + πάλαι.

Greek Monotonic

χῑλιόπᾰλαι: επίρρ., χίλιες φορές πριν από πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια πριν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιόπᾰλαι: adv. шутл. тысячу раз давно, давным-давно Arph.