πολυφροσύνη: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυφροσύνη:''' ἡ, [[πλήρης]] [[κατανόηση]], [[μεγάλη]] ευφυΐα, σε Θέογν., Ηρόδ. | |lsmtext='''πολυφροσύνη:''' ἡ, [[πλήρης]] [[κατανόηση]], [[μεγάλη]] ευφυΐα, σε Θέογν., Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυφροσύνη:''' (σῠ) ἡ рассудительность, сметливость Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fullness of understanding, great shrewdness, Hdt.2.121.ζ, Democr.40: pl., Thgn.712.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, Verstand, Klugheit; Her. 2, 121, 6; im plur., Theogn. 712.
Greek (Liddell-Scott)
πολυφροσύνη: ἡ, πολλὴ σκέψις, φρόνησις, μεγάλη εὐφυΐα, Ἡρόδ. 2. 121, 6· ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 712.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
prudence, habileté.
Étymologie: πολύφρων.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολύφρων
1. πολλή σύνεση, φρόνηση
2. μεγάλη αντίληψη, ευφυΐα.
Greek Monotonic
πολυφροσύνη: ἡ, πλήρης κατανόηση, μεγάλη ευφυΐα, σε Θέογν., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πολυφροσύνη: (σῠ) ἡ рассудительность, сметливость Her.