προσαλείφω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[τρίβω]] ή [[αλείφω]] πάνω σε, <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''προσᾰλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[τρίβω]] ή [[αλείφω]] πάνω σε, <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσᾰλείφω:''' смазывать, натирать (φάρμακόν τινι Hom.; τὰ [[ἄκρα]] τῶν κεράτων Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰλείφω Medium diacritics: προσαλείφω Low diacritics: προσαλείφω Capitals: ΠΡΟΣΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: prosaleíphō Transliteration B: prosaleiphō Transliteration C: prosaleifo Beta Code: prosalei/fw

English (LSJ)

   A rub or smear upon, ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο Od.10.392.    II besmear, τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f:—Pass., ib. 911e.

German (Pape)

[Seite 748] daran streichen, schmieren; τινί τι, Od. 10, 392; Plut. S. N. V. 16.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰλείφω: ἐπαλείφω, ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο Ὀδ. Κ. 392. ΙΙ. ἀλείφω, χρίω, τὰ κέρατα Πλούτ. 2. 559F. ― Παθ., αὐτόθι 911D.

French (Bailly abrégé)

enduire, acc. ; τινί τι appliquer un enduit, un onguent sur qqn.
Étymologie: πρός, ἀλείφω.

Greek Monolingual

Α ἀλείφω
1. τρίβοντας αλείφω κάτι, επιχρίω
2. αλείφω.

Greek Monotonic

προσᾰλείφω: μέλ. -ψω, τρίβω ή αλείφω πάνω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰλείφω: смазывать, натирать (φάρμακόν τινι Hom.; τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plut.).