διακωδωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακωδωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, επιτετ. [[τύπος]] αντί [[κωδωνίζω]], σε Δημ.
|lsmtext='''διακωδωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, επιτετ. [[τύπος]] αντί [[κωδωνίζω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακωδωνίζω:''' досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακωδωνίζω Medium diacritics: διακωδωνίζω Low diacritics: διακωδωνίζω Capitals: ΔΙΑΚΩΔΩΝΙΖΩ
Transliteration A: diakōdōnízō Transliteration B: diakōdōnizō Transliteration C: diakodonizo Beta Code: diakwdwni/zw

English (LSJ)

strengthd. for κωδωνίζω, Lys.Fr.313S. (Pass.), D. 19.167, Porph.Abst.4.17 (Pass.), Harp.    II bruit abroad, Str. 2.3.4.    III dismiss by the sound of a bell, Philostr.VS2.27.5.

German (Pape)

[Seite 585] 1) ausforschen, prüfen, τινά, Dem. 19, 167 (VLL. διαπειρᾶν καὶ ἐξετάζειν) u. Sp. – 2) = διαφημίζω, verbreiten, Strab. II p. 99.

Greek (Liddell-Scott)

διακωδωνίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ κωδωνίζω, Λυσ. ἐν τῷ Ε. Μ. 267. 30, Δημ. 393. 17. ΙΙ. κοινολογῶ, διαφημίζω, Στράβ. 99.

French (Bailly abrégé)

éprouver (un vase) par le son ; éprouver.
Étymologie: διά, κώδων.

Spanish (DGE)

1 hacer mucho ruido βαυκαλῶν καὶ διακωδωνίζων Luc.Lex.11.
2 tr., c. ac. de pers. o asimilados poner a prueba ἐκεῖνος ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας D.19.167, ἕκαστον τῶν ποιμένων Iambl.Fr.91, διάνοιαν τὴν Κλαυδίου I.AI 19.262, (αὐλῳδός) διασείσας καὶ διακωδωνίσας τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, διακωδωνίσας αὐτὸν ἐν ἀρχῇ Chrys.M.58.733, cf. Hsch.
en la escuela examinar τὰ μειράκια Philostr.VS 619.
3 dar a conocer, divulgar πανταχοῦ διακωδωνίζοντα ταῦτα Str.2.3.4, cf. CCP (536) Act.5 (p.91.33), en v. pas. πανταχῆ τὸ κακὸν διακεκωδώνιστο Lib.Decl.40.53, διακωδωνισθέντες· διαφημισθέντες Hsch., EM 267.27G.

Greek Monolingual

διακωδωνίζω)
διασαλπίζω, διαλαλώ
αρχ.
1. δοκιμάζω με κουδούνισμα
2. αναγγέλλω τη λήξη με κουδούνισμα.

Greek Monotonic

διακωδωνίζω: μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί κωδωνίζω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διακωδωνίζω: досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.).