κισσοποίητος: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κισσοποίητος:''' -ον ([[ποιέω]]), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ. | |lsmtext='''κισσοποίητος:''' -ον ([[ποιέω]]), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κισσοποίητος:''' атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.
German (Pape)
[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
Greek Monolingual
κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κισσοποίητος: атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).