ἀνατροφή: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀνατροφή]])<br />η [[ενέργεια]] του [[ανατρέφω]], [[φροντίδα]] για τη [[διατροφή]] και την [[εκπαίδευση]] ανηλίκων, [[αγωγή]]. | |mltxt=η (AM [[ἀνατροφή]])<br />η [[ενέργεια]] του [[ανατρέφω]], [[φροντίδα]] για τη [[διατροφή]] και την [[εκπαίδευση]] ανηλίκων, [[αγωγή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνατροφή:''' ἡ досл. (про)питание, перен. воспитание (παίδων Plut., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A education, Aphth.Prog.8; rearing, nurture, D.H.Rh.5.3, Plu.2.608c, Arr.Cyn. 29, Artem.1.16, etc. II feeding, diet, ἡ ἐκ ζῴων ἀ. Porph.Abst.3.17. III of plants and trees, cultivation, Gp.4.12.11,9.14.5.
German (Pape)
[Seite 212] ἡ, die Ernährung, Erziehung, Plut. Tib. Graech. 8; D. Hal. rhet. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατροφή: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 5. 3, Πλούτ. 2. 608C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
nourriture, éducation.
Étymologie: ἀνατρέφω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 de pers. o animales crianza, nutrición LXX 4Ma.16.8, D.H.Rh.5.3, Plu.2.608c, Arr.Cyn.29, Artem.1.16, Porph.Abst.3.17
•de plantas cultivo, Gp.4.12.11
•plu. alimento, comida, POxy.2479.11 (VI d.C.).
2 educación Aphth.Prog.8 (p.22), Chrysipp.Stoic.3.56.17, LXX 2Ma.6.23.
Greek Monolingual
η (AM ἀνατροφή)
η ενέργεια του ανατρέφω, φροντίδα για τη διατροφή και την εκπαίδευση ανηλίκων, αγωγή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατροφή: ἡ досл. (про)питание, перен. воспитание (παίδων Plut., Luc.).