ἐξόρκωσις: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξόρκωσις:''' -εως, ἡ, [[δέσμευση]] μέσω όρκου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐξόρκωσις:''' -εως, ἡ, [[δέσμευση]] μέσω όρκου, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξόρκωσις:''' εως ἡ обязывание клятвой: ἐ. τοῦ Ἐτεάρχου Her. клятва, данная Этеарху.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόρκωσις Medium diacritics: ἐξόρκωσις Low diacritics: εξόρκωσις Capitals: ΕΞΟΡΚΩΣΙΣ
Transliteration A: exórkōsis Transliteration B: exorkōsis Transliteration C: eksorkosis Beta Code: e)co/rkwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A binding by oath, Id.4.154.    II exorcism, J.AJ8.2.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Her. 4, 154.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δι᾿ ὅρκου ὑποχρέωσις. ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ ᾿Ετεάρχου, ἀπολύων ἑαυτὸν (ὁ Θεμίσων) τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ὅρκου ὃν ἐπέβαλεν αὐτῷ ὁ Ἐτέαρχος, Ἡρόδ. 4. 154. Ἴδε ἀφοσιόω ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire prêter serment.
Étymologie: ἐξορκόω.

Greek Monolingual

ἐξόρκωσις, η (Α) εξορκώ
1. ένορκη υποχρέωση
2. εξορκισμός.

Greek Monotonic

ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δέσμευση μέσω όρκου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόρκωσις: εως ἡ обязывание клятвой: ἐ. τοῦ Ἐτεάρχου Her. клятва, данная Этеарху.