λινόδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐνόδεσμος:''' -ον, = το επόμ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''λῐνόδεσμος:''' -ον, = το επόμ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐνόδεσμος:''' связанный льняными канатами ([[σχεδία]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq.,
A σχεδία A.Pers.68 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 49] = Folgd., λινοδέσμῳ σχεδίᾳ, Aesch. Pers. 68.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόδεσμος: -ον, = τῷ ἑπομ., σχεδία Αἰσχύλ. Πέρσ. 68 (Λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié avec des cordes.
Étymologie: λίνον, δεσμός.
Greek Monolingual
λινόδεσμος, -ον (Α)
λινόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δεσμός (< δέω)].
Greek Monotonic
λῐνόδεσμος: -ον, = το επόμ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόδεσμος: связанный льняными канатами (σχεδία Aesch.).