ἡσύχιμος: Difference between revisions
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡσύχιμος:''' Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = [[ἥσυχος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἡσύχιμος:''' Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = [[ἥσυχος]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡσύχιμος:''' дор. ἁσύχιμος 2 (ᾱσῠ) Pind. = [[ἡσύχιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἁσ- (v.l. ἡσ-), ον,
German (Pape)
[Seite 1178] = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἁμέρα Πίνδ. Ο. 2. 58.
English (Slater)
ἡςῠχῐμος, -ον
1 peaceful οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε παῖδ ἀελίου ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (Mommsen: ἁσύχιμον codd.) (O. 2.32)
Greek Monolingual
ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)
ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ήσυχος].
Greek Monotonic
ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡσύχιμος: дор. ἁσύχιμος 2 (ᾱσῠ) Pind. = ἡσύχιος.