φαικάσιον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαικάσιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[φαικάς]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''φαικάσιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[φαικάς]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαικάσιον:''' τό Plut. demin. к [[φαικάς]].
}}
}}

Revision as of 09:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαικάσιον Medium diacritics: φαικάσιον Low diacritics: φαικάσιον Capitals: ΦΑΙΚΑΣΙΟΝ
Transliteration A: phaikásion Transliteration B: phaikasion Transliteration C: faikasion Beta Code: faika/sion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, = foreg., Eratosth.9, Wilcken Chr.20 iii 7 (ii A. D.), App.BC5.11, Plu.Ant.33, etc.

German (Pape)

[Seite 1250] τό, dim. vom Vorigen; Plut. Ant. 33; App. B. C. 5, 17.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chaussure blanche des gymnasiarques athéniens et des prêtres égyptiens.
Étymologie: φαικάς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. υποκορ. τ. του φαικάς
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα -ά-σιον (πρβλ. γυμν-άσιον)].

Greek Monotonic

φαικάσιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του φαικάς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φαικάσιον: τό Plut. demin. к φαικάς.