φαικάσιον

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαικάσιον Medium diacritics: φαικάσιον Low diacritics: φαικάσιον Capitals: ΦΑΙΚΑΣΙΟΝ
Transliteration A: phaikásion Transliteration B: phaikasion Transliteration C: faikasion Beta Code: faika/sion

English (LSJ)

τό, = φαικάς (shoe, white shoe), Eratosth. 9, Wilcken Chr. 20 iii 7 (ii AD), App. BC 5.11, Plu. Ant. 33, etc.

German (Pape)

[Seite 1250] τό, dim. vom Vorigen; Plut. Ant. 33; App. B. C. 5, 17.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chaussure blanche des gymnasiarques athéniens et des prêtres égyptiens.
Étymologie: φαικάς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. υποκορ. τ. του φαικάς
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα -ά-σιον (πρβλ. γυμνάσιον)].

Greek Monotonic

φαικάσιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του φαικάς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φαικάσιον: τό Plut. demin. к φαικάς.

Middle Liddell

φαικάσιον, ου, τό, [Dim. of φαικάς, Plut.]