κανθύλη: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανθύλη]], ἡ (Α)<br />[[εξόγκωμα]], [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>gund</i> «[[έλκος]]» και το γοτθ. <i>gunds</i> «[[έλκος]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή όμως το αρχικό θ. θα [[πρέπει]] να ήταν [[είτε]] αρχικό <i>κονθ</i>-, [[είτε]] μεταπτωτικό <i>καθ</i>- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -<i>η</i>-) με [[ανάπτυξη]] του -<i>ν</i>- εκ τών υστέρων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαγχ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, <i>χανδ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική [[προέλευση]] της λ. [[οπότε]] συνδέεται πιθ. με τα [[κάνθων]], [[κανθός]]. Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].
|mltxt=[[κανθύλη]], ἡ (Α)<br />[[εξόγκωμα]], [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>gund</i> «[[έλκος]]» και το γοτθ. <i>gunds</i> «[[έλκος]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή όμως το αρχικό θ. θα [[πρέπει]] να ήταν [[είτε]] αρχικό <i>κονθ</i>-, [[είτε]] μεταπτωτικό <i>καθ</i>- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -<i>η</i>-) με [[ανάπτυξη]] του -<i>ν</i>- εκ τών υστέρων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαγχ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, <i>χανδ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική [[προέλευση]] της λ. [[οπότε]] συνδέεται πιθ. με τα [[κάνθων]], [[κανθός]]. Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].
}}
{{elru
|elrutext='''κανθύλη:''' ἡ опухоль, нарыв Aesch.
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθύλη Medium diacritics: κανθύλη Low diacritics: κανθύλη Capitals: ΚΑΝΘΥΛΗ
Transliteration A: kanthýlē Transliteration B: kanthylē Transliteration C: kanthyli Beta Code: kanqu/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A swelling, tumour, A.Fr.220.

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Geschwulst, Geschwür, Aesch. frg. 197.

Greek (Liddell-Scott)

κανθύλη: ἡ, οἴδημα, πρήξιμον, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 216.

Greek Monolingual

κανθύλη, ἡ (Α)
εξόγκωμα, οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό κονθ-, είτε μεταπτωτικό καθ- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -η-) με ανάπτυξη του -ν- εκ τών υστέρων (πρβλ. λαγχ-άνω < θ. λαχ-, χανδ-άνω < θ. χαδ-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική προέλευση της λ. οπότε συνδέεται πιθ. με τα κάνθων, κανθός. Η άποψη αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].

Russian (Dvoretsky)

κανθύλη: ἡ опухоль, нарыв Aesch.