λυμαντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡμαντήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[καταστροφέας]], αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει [[κάτι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''λῡμαντήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[καταστροφέας]], αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель ([[φιλίας]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντήρ Medium diacritics: λυμαντήρ Low diacritics: λυμαντήρ Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΡ
Transliteration A: lymantḗr Transliteration B: lymantēr Transliteration C: lymantir Beta Code: lumanth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.

Greek Monolingual

λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.

Greek Monotonic

λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).