λυμαντήρ: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡμαντήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[καταστροφέας]], αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει [[κάτι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''λῡμαντήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[καταστροφέας]], αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει [[κάτι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель ([[φιλίας]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.
Greek Monolingual
λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.
Greek Monotonic
λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).