ἀπόκινος: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκῑνος:''' ὁ ([[κινέω]]), είδος κωμικού λάγνου χορού· μεταφ., ἀπόκινον [[εὑρέ]], βρες τρόπο ώστε χορευόντας να το σκάσουμε, να αυτομολήσουμε, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπόκῑνος:''' ὁ ([[κινέω]]), είδος κωμικού λάγνου χορού· μεταφ., ἀπόκινον [[εὑρέ]], βρες τρόπο ώστε χορευόντας να το σκάσουμε, να αυτομολήσουμε, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκῑνος:''' ὁ<b class="num">1)</b> способ улизнуть (ἀπὸ τοῦ δεσπότου Arph.);<br /><b class="num">2)</b> апокин (род шуточной пляски) Arph.
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκῑνος Medium diacritics: ἀπόκινος Low diacritics: απόκινος Capitals: ΑΠΟΚΙΝΟΣ
Transliteration A: apókinos Transliteration B: apokinos Transliteration C: apokinos Beta Code: a)po/kinos

English (LSJ)

ὁ, (κινέω)

   A comic dance, of an indecent nature, Cratin.120, Ar.Fr.275, Poll.4.101, Ath.14.629c: metaph., ἀπόκινον εὑρέ find some way of dancing off or off or escaping, Ar.Eq.20.

German (Pape)

[Seite 307] (κινέω), ὁ, 1) das Entfliehen, ἀπόκινον εὗρε ἀπὸ τοῦ δεσπότου Ar. Equ. 20, Schol. φυγή. – 2) ein komischer Tanz, Poll. 4, 101; Comic. Ath. XIV. 629 c. – Nach B. A. 429 auch ὁ τῶν κιναιδογράφων ἴαμβος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκῑνος: ὁ, (κινέω) εἶδος ἀσελγοῦς ὀρχήσεως, ἣν ὕστερον μακτρισμόν ἐκάλεσαν, Κρατῖνος ἐν «Νέμεσει» 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 269, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 101, Ἀθήν. 629C: ― μεταφορ., ἀπόκινον εὑρέ, εὑρὲ μέσον τι ὅπως χορεύοντες αὐτομολήσωμεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 20.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 fuite, évasion;
2 sorte de danse comique.
Étymologie: ἀπό, κινέω.

Spanish (DGE)

(ἀπόκῑνος) -ου, ὁ fuga, marcha un tipo de danza cómica, Cratin.120, Ar.Fr.275, Poll.4.101, Ath.629c, εὑρέ τιν' ἀπόκινον encuentra alguna forma de bailar la «fuga» e.d. lárgate Ar.Eq.20.

Greek Monolingual

ἀπόκινος, ο (Α)
είδος άσεμνου χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-κινώ, με υποχωρητικό σχηματισμό].

Greek Monotonic

ἀπόκῑνος: ὁ (κινέω), είδος κωμικού λάγνου χορού· μεταφ., ἀπόκινον εὑρέ, βρες τρόπο ώστε χορευόντας να το σκάσουμε, να αυτομολήσουμε, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκῑνος:1) способ улизнуть (ἀπὸ τοῦ δεσπότου Arph.);
2) апокин (род шуточной пляски) Arph.