δωσίδικος: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δωσίδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), παραδίδομαι στη [[δικαιοσύνη]], αφήνομαι στην [[εξουσία]] του νόμου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δωσίδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), παραδίδομαι στη [[δικαιοσύνη]], αφήνομαι στην [[εξουσία]] του νόμου, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δωσίδῐκος:''' предоставляющий споры на разрешение суда, т. е. воздерживающийся от самоуправства Her., Polyb.
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωσῐδῐκος Medium diacritics: δωσίδικος Low diacritics: δωσίδικος Capitals: ΔΩΣΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: dōsídikos Transliteration B: dōsidikos Transliteration C: dosidikos Beta Code: dwsi/dikos

English (LSJ)

ον,

   A referring disputes to a court, Hdt.6.42.    2 subject to jurisdiction, δ. παρασχεῖν τοὺς ἠδικηκότας Plb.4.4.3, cf. UPZ121.14.

German (Pape)

[Seite 696] sich der Gerechtigkeit übergebend, dem Rechte sich unterwerfend, im Ggstz der Selbsthülfe, Her. 6, 42, wo der Ggstz μὴ ἀλλήλους φέρειν καὶ ἄγειν; Pol. 4, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

δωσίδῐκος: -ον, ὁ παραδίδων ἑαυτὸν εἰς τὴν δίκην, εἰς τὸν νόμον, εἰς τὸ δικαστήριον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αὐτοδικοῦντα, ἵνα δωσίδικοι εἶεν καὶ μὴ ἀλλήλους φέροιέν τε καὶ ἄγοιεν Ἡρόδ. 6. 42,, Πολύβ. 4. 4, 3·― οὐχὶ δοσίδικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’en remet à la justice.
Étymologie: δίδωμι, δίκη.

Spanish (DGE)

-ον
sometido a las leyes, sujeto a jurisdicción, justiciable ἵνα δωσίδικοι εἶεν καὶ μὴ ἀλλήλους φέροιέν τε καὶ ἄγοιεν Hdt.6.42, cf. UPZ 121.14 (II a.C.), en uso pred. δωσιδίκους παρασχεῖν τοὺς ἠδικηκότας entregar a los culpables para que sean juzgados Plb.4.4.3.

Greek Monolingual

και δοσίδικος, -η, -ο (Α δωσίδικος)
νεοελλ.
αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος
αρχ.
αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι- < μελλ. δώσω του δίδωμι + -δικος < δίκη.

Greek Monotonic

δωσίδῐκος: -ον (δίκη), παραδίδομαι στη δικαιοσύνη, αφήνομαι στην εξουσία του νόμου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δωσίδῐκος: предоставляющий споры на разрешение суда, т. е. воздерживающийся от самоуправства Her., Polyb.