Ἰξίων: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἰξίων:''' [ῑ], -ονος, ὁ, ο Ιξίονας, [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Θεσσαλίας· το όνομά του πιθ. συγγενές προς το [[ἱκέτης]], [[επειδή]] ήταν ο [[πρώτος]] [[ανθρωποκτόνος]] και, ως εκ [[τούτου]], ο [[πρώτος]] [[ικέτης]], σε Πίνδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''Ἰξίων:''' [ῑ], -ονος, ὁ, ο Ιξίονας, [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Θεσσαλίας· το όνομά του πιθ. συγγενές προς το [[ἱκέτης]], [[επειδή]] ήταν ο [[πρώτος]] [[ανθρωποκτόνος]] και, ως εκ [[τούτου]], ο [[πρώτος]] [[ικέτης]], σε Πίνδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἰξίων:''' ονος (ῑ) ὁ Иксион (царь Фессалии, муж Дии; воспылав любовью к Гере, он был за это прикован в подземном царстве к вечно вращающемуся огненному колесу, отец Кентавров от Нефелы) Pind., Aesch. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ονος, ὁ, Ixion, Pi.P.2.32, etc.: perh. connected with ἱκέτης, cf. A.Eu.441: pl., Ἰξίονες
A tragedies on the subject of I., Arist. Po.1456a1.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰξίων: ῑ, ονος, ὁ, μυθώδης τις βασιλεὺς τῆς Θεσσαλίας: τὸ ὄνομα αὐτοῦ πιθανῶς ἦτο = ἱκέτης, διότι οὗτος ἦτο ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος, καὶ ἑπομένως ὁ πρῶτος ἱκέτης, πρβλ. Πινδ. Π. 2. 59 πρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 441, 718, Διόδ. 4. 69, καὶ ἴδε Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 547, Müller εἰς Εὐμ. § 53· πληθ., οἱ Ἰξίονες Ἀριστ. Ποιητ. 18. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 207.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
Ixion, héros thessalien.
Étymologie:.
English (Slater)
Ἰξῑων punished by Zeus for molesting Hera.
1 Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον (P. 2.21)
Greek Monotonic
Ἰξίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ο Ιξίονας, μυθικός βασιλιάς της Θεσσαλίας· το όνομά του πιθ. συγγενές προς το ἱκέτης, επειδή ήταν ο πρώτος ανθρωποκτόνος και, ως εκ τούτου, ο πρώτος ικέτης, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰξίων: ονος (ῑ) ὁ Иксион (царь Фессалии, муж Дии; воспылав любовью к Гере, он был за это прикован в подземном царстве к вечно вращающемуся огненному колесу, отец Кентавров от Нефелы) Pind., Aesch. etc.