συνυφή: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(40)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πλοκή]] («[[καθάπερ]] οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ' [[ἄλλο]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη [[διάνοιξη]] του [[κυρίως]] υφάσματος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σύνθεση]], [[κατασκευή]]<br />β) ερωτική [[περίπτυξη]] («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑφή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>υφή</i>].
|mltxt=και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πλοκή]] («[[καθάπερ]] οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ' [[ἄλλο]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη [[διάνοιξη]] του [[κυρίως]] υφάσματος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σύνθεση]], [[κατασκευή]]<br />β) ερωτική [[περίπτυξη]] («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑφή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>υφή</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=συνῠφή -ῆς, ἡ [συνυφαίνω] weefsel. Plat. Lg. 734e. samenvoeging, constructie:. τῶν οἰκήσεων van huizen Plat. Epin. 975b.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῠφή Medium diacritics: συνυφή Low diacritics: συνυφή Capitals: ΣΥΝΥΦΗ
Transliteration A: synyphḗ Transliteration B: synyphē Transliteration C: synyfi Beta Code: sunufh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = συνύφασμα, web, Pl.Lg.734e.    2 metaph., construction, οἰκήσεων Id.Epin.975b; ἐρωτικὴ ξ. amorous embrace, Max. Tyr.26.5 (ξυμφυήν Reiske).

Greek (Liddell-Scott)

συνῠφή: ἡ, = συνύφασμα, ὕφασμα, Πλάτ. Νόμ. 734Ε. 2) μεταφορ., κατασκευή, οἰκήσεων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπινομ. 975Β· σ. ἐρωτικὴ Μάξ. Τύρ. 265.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α
1. πλοκήκαθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλο», Πλάτ.)
2. πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη διάνοιξη του κυρίως υφάσματος
3. μτφ. α) σύνθεση, κατασκευή
β) ερωτική περίπτυξη («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑφή (πρβλ. παρ-υφή].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνῠφή -ῆς, ἡ [συνυφαίνω] weefsel. Plat. Lg. 734e. samenvoeging, constructie:. τῶν οἰκήσεων van huizen Plat. Epin. 975b.