συνυφή

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῠφή Medium diacritics: συνυφή Low diacritics: συνυφή Capitals: ΣΥΝΥΦΗ
Transliteration A: synyphḗ Transliteration B: synyphē Transliteration C: synyfi Beta Code: sunufh/

English (LSJ)

ἡ,
A = συνύφασμα, web, Pl.Lg.734e.
2 metaph., construction, οἰκήσεων Id.Epin.975b; ἐρωτικὴ ξ. amorous embrace, Max. Tyr.26.5 (ξυμφυήν Reiske).

German (Pape)

ἡ, das Gewebe; ξυνυφὴν (vulg. ξυμφυήν) ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλ' ὁτιοῦν, Plat. Legg. V.734e; auch ἡ τῶν οἰκήσεων συνυφή, Epinom. 975a; und Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνῠφή:
1 ткань Plat.;
2 устройство; строительство (τῶν οἰκήσεων Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνῠφή: ἡ, = συνύφασμα, ὕφασμα, Πλάτ. Νόμ. 734Ε. 2) μεταφορ., κατασκευή, οἰκήσεων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπινομ. 975Β· σ. ἐρωτικὴ Μάξ. Τύρ. 265.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α
1. πλοκήκαθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλο», Πλάτ.)
2. πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη διάνοιξη του κυρίως υφάσματος
3. μτφ. α) σύνθεση, κατασκευή
β) ερωτική περίπτυξη («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑφή (πρβλ. παρυφή].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνῠφή -ῆς, ἡ [συνυφαίνω] weefsel. Plat. Lg. 734e. samenvoeging, constructie:. τῶν οἰκήσεων van huizen Plat. Epin. 975b.