πολύσπλαγχνος: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύσπλαγχνος:''' весьма милосердный NT. | |elrutext='''πολύσπλαγχνος:''' весьма милосердный NT. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύσπλαγχνος -ον [πολύς, σπλάγχνον] zeer medelevend. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of great mercy, Ep.Jac.5.11.
German (Pape)
[Seite 673] sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπλαγχνος: -ον, = πολυεύσπλαγχνος, Ἐπιστ. Ἰακώβου ε΄, 11, Θεόδ. Στουδ. σ. 615.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très miséricordieux.
Étymologie: πολύς, σπλάγχνον.
English (Strong)
from πολύς and σπλάγχνον (figuratively); extremely compassionate: very pitiful.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό-σπλαγχνος].
Greek Monotonic
πολύσπλαγχνος: -ον, αυτός που έχει μεγάλη ευσπλαγχνία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πολύσπλαγχνος: весьма милосердный NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσπλαγχνος -ον [πολύς, σπλάγχνον] zeer medelevend.