κάρρων: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(2b)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κάρρων:''' 2, gen. ονος дор. Plat., Plut., Anth. = [[κρείσσων]].
|elrutext='''κάρρων:''' 2, gen. ονος дор. Plat., Plut., Anth. = [[κρείσσων]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάρρων -ον Dor. comp. voor κρείσσων.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρρων Medium diacritics: κάρρων Low diacritics: κάρρων Capitals: ΚΑΡΡΩΝ
Transliteration A: kárrōn Transliteration B: karrōn Transliteration C: karron Beta Code: ka/rrwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A stronger, better, Dor. for κρείσσων, Alcm.89, Epich.165, Sophr.59, Ti.Locr.94c, AP7.413.7 (Antip.), Plu.Lyc.25; κάρρον ἐστίν c. inf., it is better to... Cerc.5.13:—hence καρρόθεν, Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.

Greek (Liddell-Scott)

κάρρων: -ον, γεν. ονος, Δωρ. ἀντὶ κρέσσων, κρείσσων, Ἀλκμὰν 83, Ἐπίχ. 115 Ahr., Σώφρων 27, Τίμ. Λοκρ. 94C, κ. ἀλλ.·―καρρόθεν, Ἐπίρρ., ἀπὸ τοῦ κρείττονος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ.―Πρβλ. κάρτα, κρατύς, κάρτιστος.

Greek Monolingual

κάρρων, -ον (Α)
καλύτερος (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας Λακεδαίμων ἔχει τήνου κάρρονας», Πλούτ.
β. «ἄμμες δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρρων < κάρσων, με αφομοίωση < κάρ-σσων, με απλοποίηση τών -σσ- < κάρτ-yων, με αφομοίωση (-τy- > -σσ- πρβλ. μέλιτ-ya > μέλισσα) < θ. καρτ-, πρβλ. καρτ-ερός].

Russian (Dvoretsky)

κάρρων: 2, gen. ονος дор. Plat., Plut., Anth. = κρείσσων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρρων -ον Dor. comp. voor κρείσσων.