κάθυδρος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάθῠδρος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> полный воды ([[κρατήρ]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> обильный водой, многоводный ([[χωρίον]] Polyb.). | |elrutext='''κάθῠδρος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> полный воды ([[κρατήρ]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> обильный водой, многоводный ([[χωρίον]] Polyb.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάθυδρος -ον [κατά, ὕδωρ] vol met water. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A very watery, full of water, κ. κρατήρ S.OC158 (lyr.); Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4.
German (Pape)
[Seite 1289] wasserreich, bewässert; χωρίον Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.
Greek (Liddell-Scott)
κάθυδρος: ῠ, ον, πλήρης ὕδατος, κάθυδρος κρατήρ Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· χωρίον ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli d’eau, abondant en eau.
Étymologie: κατά, ὕδωρ.
Greek Monolingual
κάθυδρος, -ον (Α)
γεμάτος νερό («κάθυδρος κρατήρ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -υδρος (< ὕδωρ), πρβλ. άν-υδρος, έν-υδρος].
Greek Monotonic
κάθυδρος: [ῠ], -ον (ὕδωρ), αυτός που είναι γεμάτος νερό, κάθυδρος κρατήρ, ποιητ. αντί του ίδιου του νερού, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάθῠδρος: (ᾰ)
1) полный воды (κρατήρ Soph.);
2) обильный водой, многоводный (χωρίον Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθυδρος -ον [κατά, ὕδωρ] vol met water.