παρεμπολάω: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεμπολάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμπορεύομαι]] [[κάτι]] [[λαθραία]], κάνω [[λαθρεμπόριο]], σε Ευρ. | |lsmtext='''παρεμπολάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμπορεύομαι]] [[κάτι]] [[λαθραία]], κάνω [[λαθρεμπόριο]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρ-εμπολάω binnensmokkelen:. γάμους... ἀλλοίους een ander huwelijk Eur. Med. 910 (tekst en bet. onzeker). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A traffic underhand in a thing, smuggle it in, π. γάμους dub. in E.Med.910 ; πολίτης παρημπολημένος an intrusive citizen, Com.Adesp.96.
German (Pape)
[Seite 515] daneben, heimlich od. fälschlich einführen; γάμους, Eur. Med. 910, neben der rechtmäßigen Ehe eine andere eingehen; dah. παρημπολημένος, ein eingeschwärzter, unächter Bürger, Poll. 3, 56, = παρεγγεγραμμένος.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπολάω: ἐμπορεύομαί τι λαθραίως, κρυφίως, π. γάμους Εὐρ. Μήδ. 910· πολίτης παρημπολημένος, ψευδῶς ἐγγεγραμμένος ὡς τοιοῦτος, ὡς τὸ παρέγγραπτος, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 56, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 123.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
glisser frauduleusement dans une vente ; p. ext. introduire frauduleusement, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπολάω.
Greek Monotonic
παρεμπολάω: μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι κάτι λαθραία, κάνω λαθρεμπόριο, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εμπολάω binnensmokkelen:. γάμους... ἀλλοίους een ander huwelijk Eur. Med. 910 (tekst en bet. onzeker).